Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσαραξία — η η ανώμαλη προπέτεια ανταγωνιστών, διφυών οδόντων … Dictionary of Greek
ώλος — ἡ, Α 1. ωλένη 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὦλον... οἱ δὲ ἐπὶ τῶν διφυῶν Τὸ επὶ τοῡ ὀμφαλοῡ προστιθέμενον δέρμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὠλλόν] … Dictionary of Greek